6 Ιουλ 2011

Μια στάση παραπέρα

Κυριακή απόγευμα και η κυρία Κυριακή είχε πάρει το αστικό για να μεταβεί από το κέντρο στην περιοχή όπου μένει. Είχε πάει σε ένα μνημόσυνο. Η κυρία Κυριακή είχε προσέξει ότι τον τελευταίο καιρό οι κηδείες και τα μνημόσυνα γνωστών και συγγενών όλο και πλήθαιναν. Κάθε φορά που τύχαινε κάτι τέτοιο επέστρεφε στο σπίτι σκεπτική. Σκεπτική όχι για το σύνηθες πως πέρασαν τα χρόνια και ότι θα έρθει μια στιγμή που θα φύγει κι αυτή απ' τον κόσμο. Αυτό που την προβλημάτιζε ήταν τα παιδιά της. "Πως θα ζήσουν τα παιδιά σε έναν τέτοιο κόσμο;"

Ήταν τέλη Μαΐου. Μία από τις πρώτες καλοκαιρινές μέρες που ήρθε να επισφραγίσει μια καλοκαιρινή μπόρα. Τις μέρες εκείνες, οι πλατείες είχαν γεμίσει κόσμο. Κόσμος απογοητευμένος αλλά παράλληλα γεμάτος όνειρα και ελπίδες.
"Μακάρι να πετύχουν κάτι καλό αυτά τα παιδιά", σκεφτόταν η κυρία Κυριακή. Και αναρωτιόταν...
"Πως να ξύπνησε τόση ελπίδα μες σ' αυτό το κλίμα απελπισίας."
Ακουγόταν πως οι Ισπανοί φώναζαν κάντε ησυχία να μη ξυπνήσουμε τους Έλληνες. Πως να μην αντιδράσεις σε κάτι τέτοιο. Αλλά η κυρία Κυριακή πίστευε πως ήταν κάτι άλλο που έβγαλε τον κόσμο στις πλατείες.

Η μπόρα συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά και με μεγάλη ένταση. Σε μια στάση κάνοντας ένα σάλτο μέσα από τα νερά, που είχαν σχηματίσει λιμνούλα στο σημείο που ήταν η είσοδος του αστικού, ανέβηκε ένας νεαρός. Παρότι το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο, ο νεαρός δεν κάθισε αλλά στάθηκε όρθιος απέναντι από τη θέση της κυρίας Κυριακής κρατώντας ένα στύλο για να στηρίζεται. Με μια ματιά η κυρία Κυριακή διαπίστωσε ότι τα ρούχα του νεαρού ήταν μούσκεμα από τη βροχή. Δε θα 'λεγες βέβαια πως έκανε κρύο. Αντίθετα, η βροχή είχε δροσίσει αυτή την αρκετά ζεστή μέρα. Ο νεαρός ήταν αδύνατος και ελαφρώς καμπούριαζε, αξύριστος, φορούσε γυαλιά μυωπίας, σκούρο μπλε τζιν και ανοιχτόχρωμο πουκάμισο.
"Μοιάζει με αυτά τα παιδιά στις πλατείες", σκέφτηκε η κυρία Κυριακή.

Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε την τσάντα της, έψαξε και μετά έτεινε το χέρι της προς το νεαρό προσφέροντάς του δύο χαρτομάντιλα, όπως τα είχε τραβήξει βιαστικά από το πακέτο της. Αυτός προσπαθούσε να ηρεμήσει από το τρέξιμο στη βροχή. Βλέποντας το χέρι της γύρισε και την κοίταξε για μια στιγμή με αμηχανία.
"Πάρε για να σκουπιστείς", του είπε αυτή.
Της χαμογέλασε εγκάρδια, την ευχαρίστησε και πήρε τα χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη βροχή από το πρόσωπό του, το σβέρκο του και τα γυαλιά του. Η κυρία Κυριακή χαμογέλασε στοργικά.

Μπροστά στο λεωφορείο ήταν ένα νεαρό ζευγάρι. Είχαν καθίσει μαζί σε αυτά τα μονά καθίσματα που υπάρχουν πίσω από τον οδηγό, προφανώς για να είναι κοντά ο ένας στον άλλο αφού υπήρχαν κι άλλες θέσεις. Μιλούσαν, κοιταζόντουσαν στα μάτια, φιλιόντουσαν τρυφερά. Φαίνονταν πολύ αγαπημένοι.
Αυτός αξύριστος με γυαλιά μυωπίας και μαύρα ρούχα. Η κοπέλα φορούσε επίσης γυαλιά, ένα όμορφο ριγέ λινό παντελόνι και μπλουζάκι και είχε σκουλαρίκι στη μύτη και στα χείλη.
"Σαν τα παιδιά στις πλατείες", σκέφτηκε και πάλι η κυρία Κυριακή.

Σε μια στάση, ο βρεγμένος νεαρός κατέβηκε αφού χαιρέτησε χαμογελαστός την κυρία Κυριακή. Αυτή ψιθύρισε μια ευχή όπως αυτός κατέβαινε.

Οι πόρτες έκλεισαν ενώ η φωνή στο ηχείο ανακοίνωσε την επόμενη στάση. Η προσοχή της κυρίας Κυριακής στράφηκε προς το ζευγάρι. Το λεωφορείο δεν είχε ξεκινήσει ακόμη καθώς ο οδηγός περίμενε το κόκκινο φανάρι. Η κοπέλα ακούγοντας την ανακοίνωση της επόμενης στάσης πίεσε επανειλημμένα το κουμπί stop για να σιγουρευτεί. Η κυρία Κυριακή πρόσεξε εκείνη τη στιγμή στον καθρέπτη πως το βλέμμα του οδηγού στράφηκε στο ζευγάρι. Το λεωφορείο ξεκίνησε και πάλι. Πλησίαζε στη γειτονιά της κυρίας Κυριακής.

Στο δρόμο συναντούσες αρκετά παλιά και απεριποίητα σπίτια. Εκτός από τις άσχημες πολυκατοικίες υπήρχαν και κάποιες παλιές μονοκατοικίες οι οποίες έκρυβαν μια ομορφιά και αίγλη που τώρα είχαν χαθεί κάτω από τη σκόνη, τους ξεβαμμένους τοίχους και τις ανακοινώσεις των δελτίων ειδήσεων. Η κυρία Κυριακή σκεφτόταν πως είχε περάσει και δύσκολες και όμορφες περιόδους στη ζωή της. Μα αυτό που την έτρωγε ήταν τι άραγε θα έρθει τώρα.

Τα παιδιά είχαν σηκωθεί όρθιοι περιμένοντας τη στάση. Η κυρία Κυριακή που είχε μάθει τόσα χρόνια τις στάσεις κατάλαβε πως το λεωφορείο δε σταμάτησε. Μετά από λίγο το κατάλαβε και η κοπέλα καθώς είπε στον οδηγό:
-"Μήπως περάσαμε τη στάση; Είχα πατήσει το κουμπί."
-"Ε πότε πάτησες το κουμπί;", ρώτησε με ύφος ο οδηγός.
-"Το είχα πατήσει όταν ακούστηκε η ανακοίνωση."
-"Το κουμπί να το πατάτε όταν έχει ξεκινήσει το λεωφορείο, όχι αμέσως μόλις κλείσουν οι πόρτες", φώναξε ο οδηγός αγριεμένος.
-"Δεν μπορείτε να μας αφήσετε κάπου εδώ να κατεβούμε;", είπε ο νεαρός στον οδηγό.
Ο δρόμος ήταν ήσυχος και δεν υπήρχαν αυτοκίνητα.
-"Σε λίγο έχει άλλη στάση", απάντησε ο οδηγός.

Τα παιδιά δεν είπαν κάτι άλλο και περίμεναν τη στάση. Όταν άνοιξαν οι πόρτες κατέβηκαν και άρχισαν να περπατούν προς τα πίσω πιασμένοι χέρι-χέρι.
"Νέοι είναι", σκέφτηκε η κυρία Κυριακή.
"Τι τους νοιάζει που θα κατέβουν. Το θέμα είναι να πάνε εκεί που θέλουν.
Σαν αυτά τα παιδιά στις πλατείες."